19 Σεπτεμβρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ Β΄

Ελευθερία και υποταγή

Περίπου έναν αιώνα αργότερα, στα 371 π.Χ, η Σπάρτη βρισκόταν σε, πόλεμο με τη Θήβα. Ο Θηβαίος Επαμεινώνδας διέσχιζε την Πελοπόννησο ιδρύοντας πόλεις σε μια προσπάθεια να απομονώσει τη Σπάρτη. Η Μαντινεία ξανακτίστηκε, ενώ οι κάτοικοι 40 οικισμών αποτέλεσαν τον πληθυσμό της Μεγαλόπολης που δημιουργήθηκε τότε. Στα 369 π.Χ, ο Επαμεινώνδας έφτασε στη Μεσσηνία. Ξεσήκωσε τους κατοίκους κι έκτισε τη Μεσσήνη. Την οχύρωσε και την έκανε κέντρο της εξέγερσης εναντίον της Σπάρτης. Οι Μεσσήνιοι έσπευσαν να την κατοικήσουν. Οι Σπαρτιάτες έσπευσαν να την καταλάβουν. Απέτυχαν.

Όταν ο Επαμεινώνδας σκοτώθηκε, οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν πάλι να κυριεύσουν τη νέα πόλη. Αργείοι, Αρκάδες και Αθηναίοι βρέθηκαν στο πλευρό των Μεσσηνίων. Στα 355 π.Χ., η Σπάρτη επιτέλους αναγνώρισε την ελευθερία των Μεσσηνίων. Τη κράτησαν, μέσα από πολλές περιπέτειες και καταστροφές, ως 10 191 π.χ., οπότε υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, στην οποία ανήκε η Πελοπόννησος ολόκληρη.
Από τότε, η τύχη της Μεσσηνίας συνδέθηκε με αυτή της υπόλοιπης Πελοποννήσου πέρασε στην κατοχή των Ρωμαίων και, αργότερα, απετέλεσε τμήμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (βλ. «Ιστορία Πελοποννήσου» Στα Χρόνια των Ρωμαίων).

Από τον 80 μ.Χ. αιώνα, οι κάτοικοι της Μεσσηνίας ξεκίνησαν να ιδρύουν παράλιους οικισμούς που εξελίχθηκαν σε νέες πόλεις. Δημιουργήθηκαν η Καλαμάτα, η Αρκαδιά (στην αρχαία Κυπαρισσία), το Ναυαρίνο στην περιοχή της σημερινής Πύλου. Η Μεθώνη και η Κορώνη εξελίχθηκαν σε πανίσχυρα φρούρια.
Ο Γοδεφρείδος Βιλαρδουίνος ξέπεσε στα 1204 στην περιοχή της Μεθώνης. Η σύντομη συνεργασία του με τον Βυζαντινό Ιωάννη Καντακουζηνό τον έπεισε να κυριεύσει τον Μοριά και να στήσει το πριγκιπάτο της Αχαϊας (βλ. «Ιστορία Αχαϊας»: Στήνοντας το πριγκιπάτο). Κράτησε για λογαριασμό του τις βαρονίες της Καλαμάτας και της Αρκαδιάς και παραχώρησε τη Στενύκλαρο σε κάποιον βαρόνο Λουκά. Τα κάστρα της Κορώνης και της Μεθώνης τα πρόλαβαν οι Βενετσιάνοι. .
Τα κρατούσαν, μαζί με το Ναυαρίνο, όταν οι Φράγκοι αποχώρησαν από τον Μοριά, στον οποίο απλώθηκε το δεσποτάτο του Μυστρά.

Όταν στα χρόνια της τουρκοκρατίας η Πελοπόννησος χωρίστηκε σε επτά διαμερίσματα, στη δυτική Μεσσηνία δημιουργήθηκε ο νομός Μεθώνης με πρωτεύουσα την πόλη της Μεθώνης. Περιλαμβάνονταν σ´ αυτόν οι περιοχές Μεθώνης, Ναυαρίνου και Αρκαδιάς όπου είχε την έδρα του ο επίσκοπος. Δημιουργήθηκε ο νομός Κορώνης με την πόλη της Κορώνης πρωτεύουσα και περιοχές του τις Κορώνη, Ανδρούσα (σημερινή Μεσσήνη) και Καλαμάτα.

Η Καλαμάτα ήταν η πρώτη πόλη που ελευθερώθηκε στην Επανάσταση του 1821. Σύντομα, και ολόκληρη η Μεσσηνία εκτός από τα κάστρα της Κορώνης και της Μεθώνης.
Στο δεύτερο ήταν που αποβιβάστηκαν οι αιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ, τον Φεβρουάριο του 1825. Νίκησε τους Έλληνες στο Κρεμμύδι, πήρε το Ναυαρίνο και σχημάτισε ασφαλές τρίγωνο με τα τρία φρούρια: Κορώνης, Μεθώνης, Ναυαρίνου. Ο Παπαφλέσσας ήταν αυτός που βγήκε να τον αντιμετωπίσει στο Μανιάκι.

«Θα πολεμήσω τον Ιμπραήμ και θα πεθάνω ή θα νικήσω»

Φανατικός, παράφορος, προκλητικός. Και συνάμα παπάς. Αληθινό εκρηκτικό κοκτέιλ, ο Γρηγόριος Φλέσσας - Δικαίος ποτέ δεν έκανε πίσω. Πολύ περισσότερο εκείνη τη στιγμή που είχε αρπάξει τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο απ´ τον λαιμό και με καθόλου Χριστιανικό τρόπο του εξηγούσε πως μόνον αν του τα ξερνούσε όλα υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει από τα χέρια του. Ο Αναγνωστόπουλος κοιτούσε τον Παπαφλέσσα κατά πρόσωπο, προσπαθώντας να καταλάβει αν μπλοφάριζε ή όχι. Όμως τα μάτια του αρχιμανδρίτη πετούσαν σπίθες, τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει. Σίγουρα κάποιος καλός θεός τον συγκρατούσε ακόμα.
Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ανήκε στους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας. Είχε και την έγκριση των άλλων να πλησιάσει τον τρελοπαπά. Ο Παπαφλέσσας ήταν πανάξιος της φήμης που τον ακολουθούσε. Γεννημένος το1788 στην Πολιανή της Μεσσηνίας, είχε σπουδάσει στην καλή σχολή της Δημητσάνας κι είχε γίνει καλόγερος.
Το ράσο δεν κατάφερε να περιορίσει την παραφορά του. Με λυμένο διαρκώς το ζωνάρι για καβγά, δεν ήταν έκπληξη το ότι σκυλόβρισε τον Τούρκο ισχυρό της περιοχής και βρέθηκε να τρέχει κυνηγημένος από ολόκληρο στρατιωτικό απόσπασμα, ώσπου μπήκε σ´ ένα και κι και πέρασε στη Ζάκυνθο. Από εκεί, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, υπηρέτησε στο πατριαρχείο κι έγινε αρχιμανδρίτης. Ο φλογερός πατριωτισμός του δεν κρυβόταν. Οι φιλικοί τον ήθελαν αλλά και φοβόντουσαν μήπως με κάποια από τις συνηθισμένες αποκοτιές του τα τίναζε όλα στον αέρα. Στα 1818, αποφάσισαν να τον ψαρέψουν. Το δύσκολο έργο ανέλαβε ο Αναγνωστόπουλος.

Για μέρες, ο Παπαφλέσσας έκανε τον χαζό. Όταν ο φιλικός κατάλαβε πως αντί να ψαρέψει τον παπά, τον ψάρευε εκείνος, ήταν πολύ αργά. Μόλις ο αρχιμανδρίτης πείστηκε ότι υπήρχε επαναστατική οργάνωση, έπιασε τον φιλικό απ´ τον λαιμό. Τον ανάγκασε να του τα πει όλα. Κι έπειτα, τον έβαλε να τον οδηγήσει στην Ανώτατη Αρχή. ´Έκπληκτοι οι Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος Τσακάλωφ τον είδαν φάντη μπαστούνι μπροστά τους. Υπέκυψαν στις απαιτήσεις του. Με το «έτσι θέλω», ο Παπαφλέσσας εγκαταστάθηκε στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, περίπου στη θέση του Νικόλαου Σκουφά που είχε πεθάνει τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς.
Έτσι κι αλλιώς, τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά για την οργάνωση. Οι ηγέτες της μαζεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, κάτω από τη μύτη των Τούρκων, να δουν τι θα κάνουν. Η σύσκεψη ήταν θυελλώδης. Ο Τσακάλωφ αντιμετώπιζε ακόμα και το ενδεχόμενο της διάλυσης. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1818, πάρθηκε η μεγάλη απόφαση: θα προχωρούσαν.

Στα 1819, στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας μπήκε κι ο πάμπλουτος και ισχυρός στην περιοχή της Μολδαβίας Γεώργιος Λεβέντης. Στα 1820, η οργάνωση απέκτησε σπουδαίο αρχηγό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Παπαφλέσσας και Λεβέντης κάθισαν κι έφτιαξαν το «σχέδιον γενικόν», ένα πρόγραμμα δράσης για το πώς θα γινόταν η Επανάσταση. Στις 7 Οκτωβρίου του 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης το ενέκρινε τροποποιημένο: «Ημέρα Χ» ορίστηκε η 25η Μαρτίου του 1821. Όσο ακόμα πολεμούσε ο Αλή πασάς στα Γιάννενα, ο Υψηλάντης θα επαναστατούσε τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ενώ ο Παπαφλέσσας ανέλαβε τον Μοριά.
Ο αρχιμανδρίτης έγραψε του Κολοκοτρώνη να πάει στη Μάνη, εξασφάλισε για τον εαυτό του χαρτιά που τον βάφτιζαν «πατριαρχικό έξαρχο», πέρασε από το Αϊβαλί, φόρτωσε ένα καράβι μπαρούτι και όπλα, το έστειλε κι αυτό στη Μάνη και διέσχισε το Αιγαίο. Μέσα Δεκεμβρίου του 1820, βρισκόταν κι αυτός στη Μάνη. Βρήκε τους Τούρκους του Μοριά ενημερωμένους για την άφιξή του και πρόθυμους να τον διευκολύνουν στις μετακινήσεις του. Χωρίς να ξέρουν για ποιο λόγο ήρθε, οι πρόκριτοι κι ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός τον δέχτηκαν εχθρικά. Στις 6 Ιανουαρίου του 1821, έφτασε στη Μάνη κι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο «πατριαρχικός έξαρχος» ανέβηκε στην Αχαϊα και διαπίστωσε πως υπήρχαν σοβαρές κτηματικές διαφορές ανάμεσα στα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας και των Ταξιαρχών. Οργανώθηκε σύσκεψη στη Βοστίτσα (βλ. «Ιστορία Αιγίου» Η σύσκεψη στη Βοστίτσα), όπου ο Παπαφλέσσας γνωστοποίησε για πότε είχε οριστεί κήρυξη της Επανάστασης. Μετά, έφυγε για τη Μάνη, αφού πρώτα έβαλε κάποιους φιλικούς να οργανώσουν επεισόδια που θα εξέθεταν τους πρόκριτους στα μάτια των Τούρκων. ´Έτσι, θα τους είχε δεμένους.
Στις τάξεις των κοτζαμπάσηδων επικρατούσε εκνευρισμός. Κάποιοι πρότειναν να καταδώσουν τον τρελόπαπα στις τουρκικές αρχές. Κάποιοι άλλοι προτίμησαν να τον δολοφονήσουν, ώστε να είναι σίγουροι. Ούτε το ένα ήταν εύκολο ούτε το άλλο. Ο παπάς ποτέ δεν κυκλοφορούσε μόνος, ενώ τα στημένα επεισόδια είχαν κάνει τους Τούρκους ν´ αγριέψουν.

Το πλοίο με τα πολεμοφόδια από το Αϊβαλί έφτασε στη Μάνη μέσα του Μάρτη. Με τέχνασμα, ο Παπαφλέσσας έπεισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να το εκτελωνίσει. Χώρισε τα πολεμοφόδια κι ανέθεσε τη μεταφορά τους σε δυο ομάδες την πρώτη με αρχηγό τον Νικήτα Σταματελόπουλο (τον μετέπειτα Νικηταρά Τουρκοφάγο) και τη δεύτερη με τον Χρήστο Αναγνωσταρά. Ο διοικητής της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου έμαθε πως κάποιοι ένοπλοι μετέφεραν κάποια φορτία. Τον καθησύχασαν πως ήταν χωρικοί που κουβαλούσαν λάδι. Τα όπλα, τα είχαν, «επειδή ακούστηκε πως κυκλοφορούσαν ληστές». Ο αγάς πείσθηκε και ζήτησε από τον Πετρόμπεη να στείλει τον γιο του Ηλία, να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης! Στις 17 Μαρτίου του 1821, όλα ήταν έτοιμα. Οι αγωνιστές μαζεύτηκαν στο ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη της Μάνης, όπου έγινε δοξολογία κι ευλογήθηκαν τα λάβαρα του Αγώνα. Στις 20, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης μπήκε με 150 άνδρες στην Καλαμάτα «να ενισχύσει τη φρουρά». Είπε στον Αρναούτογλου πως οι πληροφορίες μιλούσαν για πολλούς ληστές και καλά θα ήταν να έρθουν κι άλλοι για τη φρουρά. Ο διοικητής δέχτηκε.

Στις 22 Μαρτίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους Μούρτζινους και 2.000 άντρες έπιασε τους λόφους προς τη Σπάρτη. Ο Παπαφλέσσας με τον Αναγνωσταρά και τον Σταματελόπουλο έπιασαν την άλλη πλευρά. Ο Αρναούτογλου κάτι κατάλαβε, αλλά ήταν αργά να αντιδράσει. Στις 23, οι επαναστάτες μπήκαν στην πόλη. Οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Το μεσημέρι, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και 24 ιερείς ευλογούσαν τις σημαίες κι όρκιζαν τους αγωνιστές. Την ίδια μέρα, έπεφτε κι η Βοστίτσα. Στις 26, παραδίδονταν οι Τούρκοι στα Καλάβρυτα. Η Επανάσταση είχε ξεκινήσει.

Ο Παπαφλέσσας δεν έμεινε αργός. Πότε ως επικεφαλής στρατιωτικών αποσπασμάτων, πότε στο πλάι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πότε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, πολεμούσε παράτολμα όπου υπήρχε μάχη. Τον Δεκέμβριο του 1821, βρέθηκε πληρεξούσιος στη συνέλευση της Επιδαύρου. ´Έμπλεξε με την πολιτική. Η δεύτερη συνέλευση (του Άστρους), το 1823, τον εξέλεξε υπουργό Εξωτερικών. Ο εμφύλιος τον βρήκε στο στοιχείο του.
Έπαιζε και στα δυο ταμπλό κι απέδειξε ότι, εκτός από φλογερός πατριώτης, μπορούσε άνετα να είναι και «φιλόδοξος, φίλαυτος, ταραχοποιός». Πολλοί του καταλογίζουν ότι προσπαθούσε να γυρίσει έτσι τα πράγματα, ώστε να γίνει αυτός ο ηγέτης της χώρας. ´Ήταν μέλος της κυβέρνησης Κουντουριώτη, με τον Κολοκοτρώνη, τον Ζαϊμη και τον Λόντο στη φυλακή, όταν τον Φεβρουάριο του 1825 ο Ιμπραήμ έκανε απόβαση στη Μεθώνη.

Ο Παπαφλέσσας πρότεινε να δοθεί αμνηστία, να απελευθερωθούν όλοι οι κρατούμενοι και ενωμένος ο λαός να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Οι καρέκλες, όμως, μετρούσαν περισσότερο από τον κίνδυνο. Η πρότασή του απορρίφθηκε. Μάνιασε. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής κι ανήγγειλε ότι θα μαζέψει 10.000 οπλοφόρους, θα αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ και ή θα πεθάνει ή θα νικήσει. Αν όμως, τα κατάφερνε, υποσχέθηκε να γυρίσει με τον στρατό του και να απελευθερώσει ο ίδιος τους φυλακισμένους.
Οι αριθμοί δεν του βγήκαν. Μόλις και μετά βίας μάζεψε 2.000 μαχητές. Βάδισε εναντίον του εισβολέα και έφτασε πρώτος στο Μανιάκι, κοντά στο Ναυαρίνο. Του φάνηκε καλή τοποθεσία για μάχη. Έβαλε να φτιάξουν πρόχειρες οχυρώσεις και περίμενε τον εχθρό.

Ο αιγυπτιακός στρατός φάνηκε πολυπληθής και φοβερός. Οι οχυρωμένοι τα χρειάστηκαν. ´Εφυγαν οι πολλοί. ´Έμειναν ο Παπαφλέσσας κι άλλοι τριακόσιοι. Ο παπάς είχε γίνει θηρίο. Ανέβηκε σε μια πέτρα κι έβγαλε πύρινο λόγο. Είχαν κότσια και θα νικούσαν!

Η μάχη άναψε στις 20 Μαϊου του 1825. Οι Αιγύπτιοι χιμούσαν κατά κύματα εναντίον των Ελλήνων κι αποκρούονταν. Όμως, όλο και λιγότεροι υπερασπιστές έμεναν μετά από κάθε επίθεση. Κι οι Αιγύπτιοι εξακολουθούσαν να είναι χιλιάδες. Εξακόσιοι από αυτούς κείτονταν νεκροί αλλά ο Ιμπραήμ συνεχώς διέτασσε νέες επιθέσεις. Το σούρουπο, όλοι οι υπερασπιστές ήταν νεκροί.
Ο Ιμπραήμ έβαλε να του βρουν το κουφάρι του αρχηγού. Έστησε τον νεκρό Παπαφλέσσα όρθιο να ακουμπά σ´ ένα δέντρο. Είπαν ότι έμεινε πολλή ώρα να κοιτά τον εχθρό του. Κι ότι, κάποια στιγμή, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και τον φίλησε στο μέτωπο.

Δυο βδομάδες αργότερα, στις 13 Ιουνίου του 1825, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης θα σταματούσε τον Ιμπραήμ στους Μύλους, στο δρόμο από την Τρίπολη προς το Ναύπλιο. Θα ήταν η πρώτη και αποφασιστική νίκη κατά των Αιγυπτίων. .

Ο τριεθνής στόλος σήμανε την απελευθέρωση

Ο Ιμπραήμ συνέχισε τη δράση του στην Πελοπόννησο, στεφανωμένος με την αίγλη του πορθητή του Μεσολογγίου. Όμως, η ηρωική αντίσταση του Μεσολογγίου στην πολιορκία των Τουρκοαιγυπτίων ήταν για τους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής ένα γεγονός θαυμαστό. Η παρατεινόμενη άμυνα σκόρπιζε παντού ενθουσιασμό. Οι λαοί πίεζαν τις κυβερνήσεις να βοηθήσουν τους μαχόμενους Έλληνες. Στις 4 Απριλίου του 1826, ο νέος τσάρος της Ρωσίας Νικόλαος Α´ (1796 -1855) υπέγραψε με την Αγγλία το πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Είναι το πρώτο κείμενο, που αναφέρει τη λέξη Ελλάδα στη διεθνή διπλωματία. Τη θεωρούσε αυτοδιοικούμενη χώρα, κάτω από την επικυριαρχία του σουλτάνου.

Μετά την ηρωική έξοδο και τις σφαγές που ακολούθησαν στις 10 Απριλίου του 1826, οι πιέσεις προς τις κυβερνήσεις έγιναν πιο έντονες. Υπογραφές με παγκόσμιο κύρος, όπως του Βικτόρ Ουγκό (1802 - 1885), του Φραγκίσκου Ρενέ υποκόμη ντε Σατομπριάν (1768 - 1848) και του Πέτρου ντε Μπερανζέρ (Βερανζέρου, 1780 -1857), έμπαιναν στις εκκλήσεις για βοήθεια στους Έλληνες. Ζητούσαν να απομονωθεί η Αυστρία του Μέτερνιχ και να αναγνωριστεί η Ελλάδα ντε φάκτο. Η άμυνα της ακρόπολης της Αθήνας έδωσε νέα ώθηση στο φιλελληνικό κίνημα. Η σημερινή πρωτεύουσα, τότε ακόμη ήταν ένα άσημο χωριουδάκι αλλά για τους ελληνολάτρες διανοούμενους, περισσότερη αξία είχε το ένδοξο παρελθόν της.

Από τη στιγμή που έπεσε το Μεσολόγγι, ο Κιουταχής κι ο Ιμπραήμ βάλθηκαν να καταστείλουν την ελληνική επανάσταση. Ο Ιμπραήμ ανέλαβε την Πελοπόννησο κι ο Κιουταχής τη Στερεά Ελλάδα. Με 10.000 άνδρες και 26 κανόνια, ο Κιουταχής διέσχισε τη Ρούμελη, έφτασε στις 3 Ιουλίου του 1826 στην Αθήνα και στρατοπέδευσε στα Πατήσια, αρχίζοντας την πολιορκία. Από την Εύβοια, ήρθε ο Ομέρ πασάς που κατέλαβε το λόφο του Φιλοπάππου (11 Ιουλίου) αλλά εκδιώχτηκε με αντεπίθεση του Γκούρα. Όλο τον Ιούλιο, οι Τούρκοι βομβάρδιζαν την πόλη και, στις 3 του Αυγούστου, πήραν με έφοδο τα τείχη της.

Οι Έλληνες οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη. Δυο μέρες αργότερα, έφτασαν ενισχύσεις με επικεφαλής τον Καραϊσκάκη και τον Φαβιέρο, που στρατοπέδευσαν στο Χαϊδάρι. Σε οκτάωρη μάχη (6 Αυγούστου), οι Έλληνες νίκησαν τους Τούρκους που προσπάθησαν (8 Αυγούστου) να πάρουν την Ακρόπολη με γενική επίθεση.
Αποκρούστηκαν. Ο Γκούρας σκοτώθηκε (30 Σεπτεμβρίου) αλλά οι Έλληνες κρατούσαν. Στις 29. προς 30 Νοεμβρίου, ενισχύθηκαν και από τον Φαβιέρο, που ανέβηκε στην Ακρόπολη παρά τα καταιγιστικά τουρκικά πυρά.

Κι ενώ ο Κιουταχής βρισκόταν καθηλωμένος στην Αθήνα, ο Καραϊσκάκης διέτρεχε τη Στερεά νικώντας παντού κι αναζωπυρώνοντας την Επανάσταση. Την άνοιξη του 1827, στρατός από 10.000 Έλληνες έφτασε στην Αθήνα για να υποστηρίξει την άμυνα. Έφτασαν με τον Καραϊσκάκη, ενώ αρχηγός του στρατού διορίστηκε ο Άγγλος Τσορτς που προχωρούσε από σφάλμα σε σφάλμα.

Ο Βρετανός ναύαρχος Κόνδριγκτον


Στις 25 Μαϊου του 1827, η Ακρόπολη της Αθήνας παραδόθηκε στους Τούρκους, Σχεδόν την ίδια μέρα, η Γαλλία προσχώρησε στο πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Η πανευρωπαϊκή λαϊκή πίεση απέφερε καρπούς στις 6 Ιουλίου του 1827, Την ημέρα αυτή, υπογράφτηκε η συνθήκη του Λονδίνου ανάμεσα στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Αναγνώριζε αυτόνομη Ελλάδα από τη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού και νότια, -κάτω από την επικυριαρχία του σουλτάνου.

Το κυριότερο όμως ήταν πως η συνθήκη περιλάμβανε μυστικά άρθρα, που προέβλεπαν την αποστολή τριεθνούς στόλου στην Πελοπόννησο, με εντολή την επιβολή των αποφάσεων, Εκτελεστές της συνθήκης ορίστηκαν οι ναύαρχοι Ερρίκος Δανιήλ Γκοτιέ κόμης Δεριγνύ (1782 -1835) για τη Γαλλία, Εδουάρδος Κόνδριγκτον (1770 - 1851) για την Αγγλία και Λογγίνος Χέυδεν (1772 - 1840) για τη Ρωσία. .
Μη γνωρίζοντας τα μυστικά άρθρα, η Τουρκία απέρριψε τους όρους της συνθήκης. Οι στόλοι των τριών δυνάμεων ανέπλευσαν με προορισμό την Ελλάδα.

Οι τρεις ναύαρχοι έφτασαν με τον στόλο τους στ´ ανοιχτά της Δυτικής Πελοποννήσου. Η Τουρκία έστειλε ενισχύσεις στον Ιμπραήμ που οδήγησε τον στόλο του στο Ναυαρίνο. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος διέθετε 89 πλοία με 2.458 κανόνια και 16.000 άνδρες. Ο τριεθνής, μόλις 27 πλοία με 1.276 κανόνια. .
Στις 8 Οκτωβρίου του 1827, ο τριεθνής στόλος μπήκε στο λιμάνι του Ναυαρίνου. Σκοπός των τριών ναυάρχων ήταν πείσουν τον Ιμπραήμ να σταματήσει τη λεηλασία της Μεσσηνίας. Ο Κόνδριγκτον έστειλε με μια βάρκα μερικούς αξιωματικούς να προτείνουν τρόπο συνάντησης με τον Ιμπραήμ. Όμως, κάποιος Τούρκος πυροβόλησε και σκότωσε τον Έλληνα πλοηγό. Από τη βάρκα κι από τη γαλλική ναυαρχίδα απάντησαν με πυροβολισμούς. Ένα αιγυπτιακό πλοίο ανταπάντησε με κανονιοβολισμούς.

Αναπάντεχα, η ναυμαχία είχε αρχίσει. Κράτησε ώσπου έδυσε ο ήλιος. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για τον Ιμπραήμ: είχε χάσει εξήντα πλοία και 6.000 άνδρες. Από τον τριεθνή στόλο, είχαν σκοτωθεί 172 άνδρες. Όμως, όλα τα πλοία του ήταν εκεί, έτοιμα να ξαναρχίσουν ναυμαχία, αν χρειαζόταν. Κι αυτή τη φορά, η αντιστοιχία ήταν 27 πολεμικά του τριεθνούς στόλου έναντι 29 του τουρκοαιγυπτιακού. Δεν χρειάστηκε.
Έναν χρόνο αργότερα 14.000 άνδρες υπό τον Γάλλο στρατηγό Μεζόν έφτασαν στην Πελοπόννησο για να την εκκενώσουν από τους Τουρκοαιγυπτίους. Ο Ιμπραήμ προτίμησε να. εκκενώσει την Πελοπόννησο. Όταν ο Ιωάννης Καποδιστρίας έφτασε στην Ελλάδα, ο Μοριάς ήταν ελεύθερος.

Στάση κατά του Καποδιστρία

Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδιστρίας βρήκε σκληρούς αντίπαλους στα πρόσωπα των μελών της οικογένειας των Μαυρομιχάληδων της Μάνης. Αποτέλεσμα της εχθρότητας που εκδηλώθηκε ανάμεσά τους ήταν η από τον κυβερνήτη απομάκρυνση των Μαυρομιχάληδων από κάθε δημόσια θέση. Η διαμάχη οδήγησε τον Καποδιστρία να θεωρεί τον Πετρόμπεη πηγή κάθε κακού που συνέβαινε στη Μάνη. Για να τελειώνει με την αντιπαλότητα αυτή, έστειλε διοικητή στη Μάνη τον Γενοβέλη που κυριεύτηκε από υπερβάλλοντα ζήλο. Η διοίκηση του Γενοβέλη προκάλεσε τοπική επανάσταση που ξέσπασε το Πάσχα του 1830. Αρχηγός της ήταν ο Τζαννής Μαυρομιχάλης, αδελφός του Πετρόμπεη, ευρύτερα γνωστός ως «βασιλιάς της Μάνης».

Ο Τζαννής προσκλήθηκε στο Ναύπλιο για διαπραγματεύσεις. Πήγε. Τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν μαζί με τον γιο του, Κατσάκο. Τον Ιανουάριο του 1831, ο Τζαννής κατάφερε να δραπετεύσει. ´Έφτασε στη Μάνη και αναζωογόνησε την επανάσταση που απλώθηκε στη Μεσσηνία και ως«Μεσσηνίας στάσις» έχει καταγραφεί. Ο Πετρόμπεης φυλακίστηκε κι ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μπήκε κάτω από αστυνομική επιτήρηση. Η Μεσσηνία βρισκόταν ακόμα υπό επαναστατικό καθεστώς, όταν ο Ιωάννης Καποδιστρίας δολοφονήθηκε. Τα πνεύματα ηρέμησαν μετά την άφιξη του βασιλιά Όθωνα.

Η Μεσσηνιακή επανάσταση

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του βαυαρικού καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα με την άφιξη του Όθωνα.
Ήταν Ιούλιος του 1834, όταν στη Μεσσηνία ξέσπασε επανάσταση με αιτήματα την αποφυλάκιση των αγωνιστών και την παραχώρηση συντάγματος. Επικεφαλής της επανάστασης ήταν ο Μητροπέτροβας κι ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, κι οι δυο μέχρι θανάτου πιστοί στον Κολοκοτρώνη.

Ο Πέτροβας Μήτρος, γνωστός με το παρατσούκλι Μητροπέτροβας, γεννήθηκε στη Γαράτζα Μεσσηνίας κι ήταν σύγχρονος με τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, πατέρα του Θεόδωρου. Στη μάχη του Βαλτετσίου διακρίθηκε για τη σκοπευτική του δεινότητα και θεωρήθηκε από τους βασικούς συντελεστές της νίκης. Ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθακόπουλος) τον θεωρούσε «Το καλύτερο τουφέκι της Μεσσηνίας». Μετείχε και στην πολιορκία της Τρίπολης κι εκτελούσε τυφλά τις εντολές του Κολοκοτρώνη. Στα 1825, βρέθηκε μαζί του, φυλακισμένος στην Ύδρα. Αποφυλακίστηκε με την αμνηστία που δόθηκε, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε την επανάσταση και, παρά την ηλικία του, έσπευσε να πολεμήσει τον εισβολέα.

Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης ήταν οπλαρχηγός από το Ψάρι της Τριφυλίας, γαμπρός του Μητροπέτροβα. Μετά το πάρσιμο της Τρίπολης, οργάνωσε δικό του επαναστατικό σώμα. Ως πιστός οπαδός του Κολοκοτρώνη, φυλακίστηκε κι αυτός στην Ύδρα. Αποφυλακίστηκε με την αμνηστία για να πολεμήσει κατά του Ιμπραήμ. Επί Καποδιστρία, ήταν«πεντακοσίαρχος» (διοικητής σώματος πεντακοσίων ανδρών).
Όταν ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο, ο Μητροπέτροβας και ο Γκρίτζαλης οργάνωσαν τον ξεσηκωμό, ενώ στη Μάνη προκλήθηκαν ταραχές και με αιτία την απόφαση των Βαυαρών να αφοπλίσουν 800 πύργους.

Οι Μανιάτες ησύχασαν όταν τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο για πλήρη αφοπλισμό. Στη Μεσσηνία όμως, στις 29 Ιουλίου του 1834, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης και οι οπλαρχηγοί Γιώργος Μεγάλης, Κωνσταντίνος Μέλιος, Αντώνιος Ντάρας, Αναγνώστης Σαμπρής, Αντώνιος Συράκος, οι Μπουντουραίοι, οι Πιπιλαίοι και άλλοι, μαζί με τους άνδρες τους, κατέλαβαν την Κυπαρισσία και συνέλαβαν τις αρχές της πόλης.

Την ίδια μέρα, 29 Ιουλίου 1834, ο Μητροπέτροβας και οι δικοί του έσπευσαν να ενισχύσουν τον Αναστάσιο Τζαμαλή που μαχόταν εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων στον δρόμο για τη Μεσσήνη. Οι κυβερνητικοί υποχώρησαν στη Μεσσήνη όπου τους ακολούθησαν οι Μητροπέτροβας και Τζαμαλής.
Οι επαναστάτες πήραν την πόλη. Η επανάσταση επεκτάθηκε στην Ανδρίτσαινα, τη Γορτυνία, τη Δημητσάνα και σε άλλες περιοχές της Αρκαδίας.

Στις 16 Αυγούστου του 1834, η κυβέρνηση Κωλέττη κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο.
Ο Βαυαρός στρατηγός Χρ. Σμαλτς μπήκε αρχηγός των κυβερνητικών δυνάμεων. Η επανάσταση πνίγηκε στο αίματων μαχητών της, έπειτα από σειρά μαχών, στις οποίες οι επαναστάτες νικήθηκαν. Αμέσως στήθηκε το «Κατά την Μεσσηνίαν και Καρύταιναν Έκτακτον Στρατιωτικόν Δικαστήριον».

Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης και ο Αναστάσιος Τζαμαλής καταδικάστηκαν σε θάνατο. Εκτελέστηκαν. Σε θάνατο καταδικάστηκε και ο γέρο Μητροπέτροβας αλλά ο Όθωνας μετέτρεψε την ποινή του σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε στις 25 Μαρτίου του 1835. Αποσύρθηκε στο χωριό του, Γαράτζα. Είχε περάσει τα εκατό, όταν πέθανε στις 12 Μαρτίου του 1838.

Ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας αμνηστεύτηκαν.

Πηγή: "Πατριδογνωσία"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ενημερωνόμαστε για την περιοχή μας

ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες