Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν στοιχεία που δρουν και στοιχεία που απλώς υπάρχουν. Άτομα που εργάζονται και άτομα που απλώς«(η)λιάζονται». Ζουν, απολαμβάνοντας την λιακάδα, από το μόχθο και τον ίδρωτα των άλλων. Εμείς οι Νεοέλληνες ειδικά και προνομιακά ζούμε από τους τόκους των προγόνων μας. Όταν θέλουμε να καυχηθούμε, να προβληθούμε και να επιδειχθούμε πάντα στα προγονικά κλέη ανατρέχουμε. Ίσως γι’ αυτό ο Κων. Καβάφης στο δυσεξιχνίαστο ποίημα «Ὑπέρ τῆς Ἀχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» γράφει:.................
«Ὅταν θα θέλουν οἱ Ἕλληνες νά καυχηθοῦν,
«Ὅταν θα θέλουν οἱ Ἕλληνες νά καυχηθοῦν,
“Τέτοιους βγάζει τό ἔθνος” θα λένε
γιά σᾶς...».
Ό,τι όμως συνιστά έπαινο για τους προγόνους, συνιστά όνειδος για τους απογόνους, όταν σταματούν την πορεία της ιστορικής λαμπαδηδρομίας και την αράζουν σαν τον λαγό που νικήθηκε σε αγώνα ταχύτητας από τη βραδυκίνητη αλλά ακούραστη χελώνα. Οι δάφνες του παρελθόντος μαραίνονται, αν στις παλαιές δεν προστίθενται νέες.
Εξ άλλου στον παγκόσμιο στίβο του σήμερα δεν προσερχόμαστε με τους προγόνους μας, προσερχόμαστε με τον εαυτό μας, με τα έργα τα δικά μας. Τα έργα των προγόνων μας δεν είναι δική μας περιουσιακή κληρονομιά είναι παγκόσμια. Οι πρόγονοί μας δεν δημιούργησαν όσα δημιούργησαν στον τομέα του πνεύματος και των «στοχαστικών εφαρμογών» για να το αφήσουν τσιφλίκι σε μάς· το άφησαν για τον κόσμο. Εμείς, ματαιόσχολοι και ματαιόσπουδοι πάντα, νομίζουμε ότι οι πρόγονοι και τα έργα τους μας ανήκουν. Πλάνη! Ανήκουν σ’ εκείνους που τους/τα μελετάνε και όχι σ’ εκείνους που τους/τα παρατάνε. Η προγονική εύκλεια θα είχε κάποια σημασία, αν σ’ αυτή δεν αντιτάσσαμε τη δική μας μιζέρια.
Μου έχουν παραπονεθεί συχνά αναγνώστες και ακροατές ότι γράφω και ομιλώ απαισιόδοξα. Αυτή, όμως, η απαισιόδοξη διάθεση που μου προσάπτουν δεν απορρέει από κάποια φιλοσοφική θεώρηση της ζωής (ουδέποτε υπήρξα θαυμαστής του Σοπενάουερ), ούτε από κάποιον πεισιθάνατο ρομαντισμό αλλά από ένα θανατηφόρο ρεαλισμό. Προ μηνών, λόγω και της βροχής, για να φθάσω από την Αμαλιάδα στην Αθήνα, συνάντησα μεγαλύτερες δυσκολίες από όσες συνάντησε ο Μάρκο Πόλο για να φθάσει στις Ινδίες. Πότε, επί τέλους, θα τελειώσει αυτός ο δρόμος του θανάτου; Μήπως μελλοντικά στα ασφαλή μέσα μεταφοράς πρέπει να προσθέσουμε -και για λόγους τουριστικούς- τις καμήλες;
Αυτό που κάποιοι μου καταλογίζουν σαν απαισιοδοξία απορρέει περισσότερο από τη συμπεριφορά της κρατούσας γενεάς έναντι της νέας. Συνεχώς οι νέοι ακούνε συμβουλές «για το καλό τους». Το καλό, όμως, το σκέφτονται και το λένε οι μεγάλοι, αφού προηγουμένως έχουν κάνει το κακό. 'Έκαναν τη χώρα μας «ρημάδι». Η πολιτική που κανονικά πρέπει να εμπνέει, απογοητεύει. Γιατί μοιάζει με μία θεατρική παράσταση, στην οποία παίζουν οι πολιτικοί σατιρίζοντας τους πολίτες. Είναι ενδεικτικό ότι οι πολιτικοί έχουν εκτοπίσει και τους κωμικούς ηθοποιούς. Αλλ’, όπως έχω ξαναγράψει στην «Εστία», όταν οι πολιτικοί της Ελλάδος είναι για γέλια, τότε το μέλλον της Ελλάδος είναι για κλάματα!
Στα χρόνια του διδακτικού μου ενθουσιασμού έλεγα συχνά ότι η νεολαία είναι το άστρο της Βηθλεέμ που μπορεί να οδηγήσει την κοινωνία μας, όπως τους Μάγους στον γεννηθέντα Χριστό, στη γέννηση ενός καινούργιου καλύτερου κόσμου. Αλλά τα μόνα αστέρια που βλέπουν σήμερα οι νέοι είναι τ’ αστέρια του κινηματογράφου και τα φώτα των «ντισκοτέκ». Τ’ αστέρια της τηλοψίας και τις πυγολαμπίδες του διαδικτύου. Η παιδεία
Ό,τι όμως συνιστά έπαινο για τους προγόνους, συνιστά όνειδος για τους απογόνους, όταν σταματούν την πορεία της ιστορικής λαμπαδηδρομίας και την αράζουν σαν τον λαγό που νικήθηκε σε αγώνα ταχύτητας από τη βραδυκίνητη αλλά ακούραστη χελώνα. Οι δάφνες του παρελθόντος μαραίνονται, αν στις παλαιές δεν προστίθενται νέες.
Εξ άλλου στον παγκόσμιο στίβο του σήμερα δεν προσερχόμαστε με τους προγόνους μας, προσερχόμαστε με τον εαυτό μας, με τα έργα τα δικά μας. Τα έργα των προγόνων μας δεν είναι δική μας περιουσιακή κληρονομιά είναι παγκόσμια. Οι πρόγονοί μας δεν δημιούργησαν όσα δημιούργησαν στον τομέα του πνεύματος και των «στοχαστικών εφαρμογών» για να το αφήσουν τσιφλίκι σε μάς· το άφησαν για τον κόσμο. Εμείς, ματαιόσχολοι και ματαιόσπουδοι πάντα, νομίζουμε ότι οι πρόγονοι και τα έργα τους μας ανήκουν. Πλάνη! Ανήκουν σ’ εκείνους που τους/τα μελετάνε και όχι σ’ εκείνους που τους/τα παρατάνε. Η προγονική εύκλεια θα είχε κάποια σημασία, αν σ’ αυτή δεν αντιτάσσαμε τη δική μας μιζέρια.
Μου έχουν παραπονεθεί συχνά αναγνώστες και ακροατές ότι γράφω και ομιλώ απαισιόδοξα. Αυτή, όμως, η απαισιόδοξη διάθεση που μου προσάπτουν δεν απορρέει από κάποια φιλοσοφική θεώρηση της ζωής (ουδέποτε υπήρξα θαυμαστής του Σοπενάουερ), ούτε από κάποιον πεισιθάνατο ρομαντισμό αλλά από ένα θανατηφόρο ρεαλισμό. Προ μηνών, λόγω και της βροχής, για να φθάσω από την Αμαλιάδα στην Αθήνα, συνάντησα μεγαλύτερες δυσκολίες από όσες συνάντησε ο Μάρκο Πόλο για να φθάσει στις Ινδίες. Πότε, επί τέλους, θα τελειώσει αυτός ο δρόμος του θανάτου; Μήπως μελλοντικά στα ασφαλή μέσα μεταφοράς πρέπει να προσθέσουμε -και για λόγους τουριστικούς- τις καμήλες;
Αυτό που κάποιοι μου καταλογίζουν σαν απαισιοδοξία απορρέει περισσότερο από τη συμπεριφορά της κρατούσας γενεάς έναντι της νέας. Συνεχώς οι νέοι ακούνε συμβουλές «για το καλό τους». Το καλό, όμως, το σκέφτονται και το λένε οι μεγάλοι, αφού προηγουμένως έχουν κάνει το κακό. 'Έκαναν τη χώρα μας «ρημάδι». Η πολιτική που κανονικά πρέπει να εμπνέει, απογοητεύει. Γιατί μοιάζει με μία θεατρική παράσταση, στην οποία παίζουν οι πολιτικοί σατιρίζοντας τους πολίτες. Είναι ενδεικτικό ότι οι πολιτικοί έχουν εκτοπίσει και τους κωμικούς ηθοποιούς. Αλλ’, όπως έχω ξαναγράψει στην «Εστία», όταν οι πολιτικοί της Ελλάδος είναι για γέλια, τότε το μέλλον της Ελλάδος είναι για κλάματα!
Στα χρόνια του διδακτικού μου ενθουσιασμού έλεγα συχνά ότι η νεολαία είναι το άστρο της Βηθλεέμ που μπορεί να οδηγήσει την κοινωνία μας, όπως τους Μάγους στον γεννηθέντα Χριστό, στη γέννηση ενός καινούργιου καλύτερου κόσμου. Αλλά τα μόνα αστέρια που βλέπουν σήμερα οι νέοι είναι τ’ αστέρια του κινηματογράφου και τα φώτα των «ντισκοτέκ». Τ’ αστέρια της τηλοψίας και τις πυγολαμπίδες του διαδικτύου. Η παιδεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου